αμαξόδρομος

αμαξόδρομος
ο проезжая дорога

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμαξόδρομος" в других словарях:

  • αμαξόδρομος — ο αμαξιτός δρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα η αμάξι + δρόμος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοδρομία, αμαξοδρομώ] …   Dictionary of Greek

  • αμαξόδρομος — ο αμαξιτός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάξι — το (Α ἁμάξιον) 1. μικρή άμαξα, αμαξάκι ή απλώς άμαξα 2. νεοελλ. αυτοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμάξιον*, υποκορ. της λ. ἅμαξα. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαξόδρομος] …   Dictionary of Greek

  • αμαξοδρομώ — ( έω) [αμαξόδρομος] ταξιδεύω με άμαξα, πηγαίνω κάπου με αμάξι …   Dictionary of Greek

  • αμαξόστρατα — η αμαξιτός δρόμος, αμαξόδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + στράτα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»